
Μπροστά σε διεθνείς αναταράξεις…
Χωρίς να έχουν τελειώσει οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και στο Ισραήλ, ξέσπασε επανάσταση στη Συρία με την ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος και με απρόβλεπτες προεκτάσεις στην Τουρκία, στο Ιράν, στο Ισραήλ και στη Ρωσία, η οποία στήριζε το καθεστώς για πολλές δεκαετίες.
Μέσα σε αυτό το τοπίο των γεωπολιτικών αναστατώσεων, η Ε.Ε. φαίνεται απλός παρατηρητής μετά την πολιτική κρίση στους πυλώνες της, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ διακηρύσσει πως δεν πρόκειται να ασχοληθεί ενεργά με τις διεθνείς υποθέσεις, αφήνοντας έτσι χώρο στην Ευρώπη για να ασκήσει εξωτερική πολιτική.
Η χώρα μας πρέπει να διαχειριστεί αυτή τη νέα διεθνή πραγματικότητα με προσοχή και μαεστρία επιδιώκοντας να ελαχιστοποιήσει τις ενδεχόμενες ζημίες και να μεγιστοποιήσει τα πιθανά οφέλη για την πρόοδο και την ανάπτυξη της οικονομίας της μέσα σε αυτό το τρικυμιώδες διεθνές περιβάλλον. Η επιτυχής πορεία της οικονομίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στον Προϋπολογισμό, που κατατέθηκε και ψηφίζεται αυτές τις ημέρες, είναι προφανής. Αυτό το δεδομένο επιτρέπει στη χώρα μας να αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και ανάπτυξης στην ανατολική Μεσόγειο, ως αξιόπιστο μέλος της Ε.Ε., αποσπώντας επαίνους και αναβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, και να είναι αξιόμαχος εταίρος της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Πράγματι, η αύξηση του ΑΕΠ και το 2025 αναμένεται διπλάσια από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη (2,3% έναντι 1,3%), η ανεργία μειώνεται (8,3%), ο πληθωρισμός υποχωρεί (2,1%) πολύ κοντά στον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν κατά 8,4%, ενώ και η αύξηση των εξαγωγών αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από αυτή των εισαγωγών (4,0% έναντι 3,6%, αντιστοίχως). Το έλλειμμα στον Προϋπολογισμό είναι κάτω από το όριο των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης (0,6%) και το πρωτογενές πλεόνασμα επαρκές (2,4% του ΑΕΠ), ενώ ταυτόχρονα μειώνεται συνεχώς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 164% το 2023 στο 154% το 2024 και στο 147,5% το 2025). Αντίθετα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αν και μειώθηκε το 2024, παραμένει σχετικά υψηλό καθώς αναμένεται να διαμορφωθεί στο 5,5% του ΑΕΠ το 2025. Οπως ξέρουμε, το πλεονασματικό ή έστω το ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή ισοζύγιο πληρωμών αποτελεί την αντανάκλαση της οικονομικής ευρωστίας μιας χώρας, καθώς αυτή δεν χρειάζεται δανεισμό από το εξωτερικό για να καλύψει τις ανάγκες της.
Η συνεχής, αλλά αλυσιτελής, προσπάθεια της Ελλάδας σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της ως νεοελληνικού κράτους ήταν και παραμένει η αύξηση της εγχώριας παραγωγής και της παραγωγικότητας μέσω της αύξησης των επενδύσεων ώστε είτε με αύξηση των εξαγωγών είτε με υποκατάσταση των εισαγωγών να αντισταθμίζει το εμπορικό έλλειμμά της. Ετσι, μαζί με το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές – ναυτιλία και παλαιότερα μετανάστευση) και με την εισροή μη δανειακών κεφαλαίων, να ισοσκελίζει το ισοζύγιο πληρωμών για να σταματήσει να δανείζεται από το εξωτερικό.
Προφανώς οι κυβερνητικές προσπάθειες, μετά την έξοδο από την οικονομική κρίση που καταβύθισε την ελληνική οικονομία, κινούνται προς την κατεύθυνση δημιουργίας κατάλληλων συνθηκών για αύξηση της εγχώριας παραγωγής μέσω της αύξησης των εγχώριων και ξένων επενδύσεων με την αρωγή του Ταμείου Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα, στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση και στη δικαιοσύνη, ώστε να επισπεύδονται οι αποφάσεις, και βέβαια πραγματοποιεί δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση στα δίκτυα μεταφορών και ψηφιακών επικοινωνιών. Παρόμοιες προσπάθειες καταβάλλονται για την αύξηση των τουριστικών εισπράξεων και για την εισροή μη δανειακών κεφαλαίων για αγορά ακινήτων ή/και παραγωγικών άμεσων επενδύσεων με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Συνεπώς, δεδομένων των αντίξοων συνθηκών στο διεθνές περιβάλλον την ερχόμενη χρονιά, οι κυβερνητικές προσπάθειες πρέπει να ενταθούν για την προσέλκυση κυρίως παραγωγικών επενδύσεων, εγχώριων και ξένων, που αποτελούν το υπόβαθρο για την ανάπτυξη της οικονομίας με αύξηση της παραγωγικότητας, της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και βέβαια των αμοιβών που κατέρρευσαν περίπου 50% στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.