Το να βλέπεις τον Γιάννη Αγγελάκα πάνω στη σκηνή είναι από μόνο του μία πολύ δυνατή εμπειρία.
Το να βλέπεις όμως τον Αγγελάκα πάνω στη σκηνή να κόβει βόλτες καπνίζοντας και από κάτω εκατοντάδες τρελαμένοι να τραγουδούν ολόκληρο το «Ταξιδιάρα ψυχή», από την αρχή μέχρι το τέλος, μόνοι τους, είναι μια άλλου τύπου εμπειρία, ενδεικτική του τι έγινε εχθές το βράδυ στο Saristra Festival, στα Παλιά Βλάχατα, της Κεφαλονιάς.
Ο μοναδικός «σαμάνος» του ελληνικού ροκ, ο ποιητής και μουσικός που σε κάθε νέα δουλειά του αποδεικνύει ότι, όχι μόνο δεν μεγαλώνει, αλλά γίνεται πιο φρέσκος, πιο βαθύς και πιο δυνατός, γέμισε εχθές το βράδυ τα ερείπια των Παλιών Βλαχάτων με ήχους από τη μοναδική μυσταγωγία που μόνο εκείνος ξέρει να δημιουργεί.
Το χωριό-φάντασμα γέμισε με φρέσκες ψυχές που πάλλονταν για 2 περίπου ώρες, και που τον ανάγκασαν πολλές φορές να πει «ωραία είστε εδώ», «είστε τρελοί», «αν εσείς είστε το μέλλον του τόπου, θα πάμε καλά» και άλλα πολλά…
Ο Αγγελάκας μπορεί να βρήκε ίσως την μουσική του ολοκλήρωση μέσα από τη δουλειά που έκανε με τους Επισκέπτες, όμως από την άλλη, τα τραγούδια από τις Τρύπες ήταν αυτά που εχθες ξεσήκωσαν ακόμη περισσότερο τον κόσμο. Και να σκεφτεί κανείς ότι πολλοί από τους αλλόφρονες νέους που χτυπιόντουσταν στην αρένα του Saristra, ήταν ακόμη αγέννητοι όταν οι Τρύπες έβγαζαν την Ταξιδιάρα Ψυχή.
Ακούνε την αγάπη
Όλα έμοιαζαν διαφορετικά στο Saristra Festival, όταν βγήκε ο Αγγελάκας.
Σαν να μην υπήρχε κρίση τριγύρω, σαν να ξορκίστηκε η απογοήτευση που έχει χαράξει τον τόπο, απ’ άκρη, σ’ άκρη, κι ακόμα περισσότερο τους νέους. Σαν να ξύπνησε, έστω και για 2 ώρες, ό,τι πιο ζωντανό διαθέτουν οι ψυχές.
Ο κόσμος είχε γεμίσει τους χώρους γύρω από τη σκηνή του φεστιβάλ, και μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Αιρετικό, όλοι καταλάβαμε τι θα επακολουθούσε. Άλλωστε, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν τόσο καθολικά λάθος, μόνο οι αιρετικοί μπορούν πλέον να δείξουν τον δρόμο…
Με τις πρώτες νότες ένιωθες ότι ξεδιπλωνόταν μπροστά σου μια λειτουργία από τραγούδια που ενώ ξεσηκώνουν, αντιστέκονται, επαναστατούν, οργίζονται, από μέσα τους κρύβουν την αγάπη. Όχι αυτή την ψεύτικη και αδύναμη αγάπη της υποταγής, του συμβιβασμού, του συμφέροντος ή της αδυναμίας. Την άλλη, την δυνατή, αυτήν που έχει αυτογνωσία και περηφάνια και συνειδητό μοίρασμα.
Ο Αγγελάκας, πέρα από την αστείρευτη μουσική και ποιητική του δύναμη, στήνει ένα ολόκληρο κόσμο επαγρύπνησης, δεν σε αφήνει να ησυχάσεις, σε ξυπνά, σε ταρακουνά, χωρίς να γίνεται όμως ποτέ απροκάλυπτα διδακτικός. Ή τουλάχιστον χωρίς ποτέ να σ’ αφήσει να το νιώσεις έτσι… Ακόμη και οι προστακτικές του ακούγονται σαν προσευχές. Το λέει, άλλωστε, και στη Γιορτή, πριν το «βάλε φωτιά σ’ ότι σε καίει, σ’ ότι σου τρώει την ψυχή» υπάρχει το «τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή».
Όμως και μουσικά, το πάντα μαγικό και πολλές φορές ρηξικέλευθο μουσικό στερέωμα που είχαν φτιάξει οι Τρύπες και συνέχισε μόνος του, έχει γίνει ακόμη πιο ευρηματικό, πιο πλούσιο και πιο δεξιοτεχνικό.
Πλαισιωμένος κι εχθές, όπως και πάντα, από πολύ καλούς μουσικούς, ο Αγγελάκας ξέρει ότι ο μόνος τρόπος για να μην θαμπώσει ποτέ η λάμψη των τραγουδιών του είναι να λειτουργούν κι οι μουσικοί που στέκουν τριγύρω του, πότε σαν μάγοι και πότε σαν τεχνίτες, πότε να παίρνουν δύναμη από την ατμόσφαιρα που φτιάχνει ο ίδιος και το μαγικό ταλέντο που διαθέτει και πότε να δίνουν πίσω μουσικές ιδέες, φράσεις, ηχοχρώματα που ανανεώνουν ή ακόμα και αναγεννούν τα τραγούδια.
Και κάτι τελευταίο, και σπάνιο για ελληνική ροκ μουσική. Ο Αγγελάκας, όσο κι αν ακούγεται περίεργο και κόντρα στην ροκ κουλτούρα, δεν παύει ποτέ να ακούγεται ελληνικός. Όχι γιατί έχει συνεργαστεί κατ’ επανάληψη με το Ξηλουρέικο ή γιατί βάζει λύρα στις ενορχηστρώσεις του ή μπαγλαμά. Ακούγεται ελληνικός γιατί όλη του η θεματολογία έχει ξεπηδήσει απ’ αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του. Όχι με φολκλορικό τρόπο, φυσικά, αλλά με ουσιαστικό και ποιητικό.
Γιατί η Ελλάδα είναι όντως ένας τόπος με «κελιά που φτάνουν μέχρι τον παράδεισο», γεμάτη «ονειροπαγίδες» και «τυφλές ελπίδες» που κανείς δεν χωρά μέσα σ’ αυτή.
Κι απ’ ότι φάνηκε εχθές το βράδυ στα Παλιά Βλαχάτα, είναι γεμάτη και από ανθρώπους που δεν χωρούν πουθενά…