Πρωτοκαθεδρία της (γεω)πολιτικής έναντι της οικονομίας;
γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*
*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας, ευρωπαϊκή έδρα Jean Monnet Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ
Σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή και μέχρι πριν από μερικά χρόνια, φαινόταν ότι η οικονομία είχε την πρωτοκαθεδρία στη διαλεκτική σχέση της με την πολιτική. Η αμερικανική ηγεμονία στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη από το 1945 και μετά είχε εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία των διεθνών αγορών και μια αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας στη βάση του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Οι πολυεθνικές εταιρείες, χωρίς πολιτικά προσκόμματα, μπορούσαν να χωροθετούν τις διάφορες φάσεις των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους με βάση τα οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας στον πλανήτη, ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος παραγωγής και να μεγιστοποιείται το κέρδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βιομηχανία αυτοκινήτων, καθώς οι περισσότερο προηγμένες τεχνολογικά φάσεις παραγωγής εγκαθίστανται κατεξοχήν σε χώρες με κατάλληλες συνθήκες, ώστε να μεγιστοποιείται η σχέση παραγωγικότητας και εργατικού κόστους. Ετσι, η ανάπτυξη των παγκόσμιων εμπορικών ανταλλαγών αυξανόταν χωρίς πολιτικούς περιορισμούς με ολοένα και χαμηλότερους δασμούς, με πρώτη επωφελούμενη χώρα την Κίνα.
Αν εξαιρέσει κανείς την πετρελαϊκή κρίση του 1973 με την πληθωριστική έκρηξη που ακολούθησε, λόγω του πολέμου στη Μέση Ανατολή, καμιά άλλη πολιτική αιτία δεν ανέκοψε την εξέλιξη της κυριαρχίας της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Η στροφή της πολιτικής από το κεϊνσιανό στο φιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο διεθνώς στις αρχές της δεκαετίας του ’80 θεωρείται ότι οφείλεται πρωτίστως σε οικονομικά αίτια, λόγω υπερβολικής αύξησης των κρατικών δαπανών. Ακόμη και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989, αποδίδεται κυρίως σε οικονομικά και λιγότερο σε πολιτικά αίτια, καθώς το σοβιετικό οικονομικό σύστημα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες καταναλωτικές ανάγκες του πληθυσμού, όπως συνέβαινε στον δυτικό κόσμο. Δηλαδή, οικονομικά αίτια κυρίως οδήγησαν στη μεγάλη πολιτική αλλαγή και όχι το αντίθετο. Ούτε η οικονομική κρίση του 2008-2009 μπορεί να αποδοθεί σε πολιτικά ή γεωπολιτικά αίτια, αλλά σε δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, που οδήγησαν με τη σειρά τους σε πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή στην άνοδο του δεξιού ή/και του αριστερού λαϊκισμού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Τα πρώτα σημάδια πρωτοκαθεδρίας της (γεω)πολιτικής έναντι της οικονομίας εμφανίστηκαν με την προστατευτική πολιτική του Προέδρου Τραμπ το 2016 και την αύξηση των δασμών στις εισαγωγές προϊόντων, κυρίως από την Κίνα, με το πολιτικό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» που προκάλεσε τριγμούς στην παγκοσμιοποίηση. Αργότερα, το 2020, εμφανίστηκε η πανδημία, η οποία, λόγω της παύσης πολλών παραγωγικών δραστηριοτήτων και της μείωσης της ζήτησης (καταναλωτικής και επενδυτικής), διέκοψε πολλούς κρίκους στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα της παραγωγής και ανέκοψε την προϊούσα παγκοσμιοποίηση. Στην περίπτωση αυτή, τα αίτια της ανακοπής της οικονομικής κυριαρχίας ήταν υγειονομικά, προέκυψαν όμως από πολιτικές αποφάσεις για την προστασία του πληθυσμού από την αρρώστια και τον θάνατο. Παράλληλα, η πανδημία, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η οικονομική δυσπραγία, προκάλεσε χαλάρωση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής όλων των κρατών, με προφανείς (οικονομικές) πληθωριστικές συνέπειες.
Ακολούθησε, στις αρχές του 2022, η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία αναστάτωσε τις παγκόσμιες αγορές σε μια σειρά προϊόντων, από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) μέχρι τα σιτηρά, τα λιπάσματα και τις ζωοτροφές. Δηλαδή, μια καθαρά πολιτική και γεωπολιτική αιτία προσδιόρισε τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, επιδεινώνοντας την πληθωριστική έξαρση σε διεθνές επίπεδο. (Η οποία είχε ήδη προκληθεί από την πανδημία με τη διάρρηξη των αλυσίδων προσφοράς και τη δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση). Η αντίδραση των ανεπτυγμένων κρατών για τον περιορισμό του πληθωριστικού φαινομένου ήταν η εφαρμογή περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και η άνοδος των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, με άμεση παρενέργεια τη στασιμότητα της οικονομίας στις χώρες αυτές.
Στη συνέχεια, στο τέλος του 2023, ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα με απρόβλεπτες συνέπειες, ως προς την επέκτασή του σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, και προφανή επίδραση στον πληθωρισμό και στο παγκόσμιο εμπόριο μέσω της δυσκολίας διέλευσης από τη Διώρυγα του Σουέζ. Οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα και οι προσπάθειες των ΗΠΑ για την αναχαίτισή τους βρίσκονται σε εξέλιξη. Μια ακόμη (γεω)πολιτική αιτία που προκαλεί αναταραχή στην παγκόσμια οικονομία.
Τέλος, μια πιθανή εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, ο οποίος θεωρείται ότι θα εφαρμόσει και πάλι προστατευτική πολιτική, μπορεί να ολοκληρώσει την «αλλαγή παραδείγματος»: από την κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής στην κυριαρχία της (γεω)πολιτικής επί της οικονομίας. Οι συνέπειες μιας τέτοιας αλλαγής προφανώς δεν μπορούν να προσδιορισθούν, ούτε βέβαια η διάρκεια αυτής της αλλαγής. Ομως, τα πρώτα δείγματα δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά για την ευημερία του πλανήτη, ο οποίος επιπλέον κινδυνεύει από την κλιματική αλλαγή. Και στο πεδίο αυτό βέβαια, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται δισταγμοί, είναι οι πολιτικές αποφάσεις οι οποίες επιδρούν στον προσανατολισμό της οικονομίας σε πράσινη κατεύθυνση προς όφελος, αυτή τη φορά, της ανθρωπότητας.