Είδα οτι λόγω της οικονομικής κρίσης έφυγα απο την Ελλάδα και πήγα στην Γερμανία. Βρήκα δουλειά σε ένα εργοστασιάκι. Κάθε μέρα σπίτι – δουλειά , δουλειά- σπίτι. Μεροδούλι – μεροφάϊ. Αλλά ήμουν ξένοιαστος. Κολλούσα και ένσημα. Το βράδυ έβλεπα τηλεόραση. Την Κυριακή αγόραζα εφημερίδα. Στην χώρα μου εγκαταστάθηκαν κάτι μαυροφορεμένα ανθρωπάκια με μπούκλες τις φαβορίτες. Τους έβλεπα (στην τηλεόραση) που πανηγύριζαν. Νομίζω επειδή πήραν την χώρα απο τους ιδιοκτήτες της χωρίς πόλεμο και χωρίς να κοπιάσουν καθόλου. Εγώ όμως ήμουν ασφαλής. Είχα μισθό. Είχα ένσημα. Τα χρόνια πέρασαν και βγήκα στην σύνταξη. Τώρα πήγαινα κάθε μέρα στο καφενείο. Ήσυχη ζωή. Ασφάλεια. Πού και πού θυμόμουνα το ηλιόλουστο χωριό μου στην πατρίδα.
Τις ελιές μας και τα αμπέλια. Την μυρωδιά του θυμαριού και της ρίγανης. Τώρα όλα αυτά τα είχαν πάρει τα μαυροφορεμένα ανθρωπάκια. Τα έχασα αυτά αλλά κέρδισα την σύνταξη. Μπορώ και αγοράζω 200 γραμμάρια μοσχαρίσια μπριζολίτσα κάθε Κυριακή. Ασφάλεια.
Τί μπορούσα να κάνω για την χώρα μου; Αφού δεν είχαν όρεξη να αγωνισθούν οι άλλοι (οι άλλοι να αγωνισθούν – όχι εγώ !). Καλά να πάθουν που την έχασαν.
Κάποια στιγμή αρρώστησα. Με πήγαν στο νοσοκομείο. Άκουσα τις νοσοκόμες να ψυθιρίζουν οτι δεν αξίζει να ξοδεύεται το γερμανικό κράτος για να περιθάλπει συνταξιούχους μετανάστες. Θα μου κάναν μια ένεση για να με ξαποστείλουν. Την στιγμή που χώθηκε η βελόνα στο μπράτσο μου ξύπνησα απο τον πόνο.
Ήμουν ιδρωμένος.
Απ’ έξω ερχόταν η μυρωδιά της ρίγανης. Άκουγα τα τζιτζίκια. Ήμουν ακόμη στην πατρίδα. Δεν είχα φύγει. Βγήκα έξω και φίλησα το χώμα που σκεπάζει τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο, τον Σωκράτη, τον Μιλτιάδη, τον Λεωνίδα, τον Φίλιππο. Είναι ακόμη υγρό απο το λάδι και το κρασί απο τις αρχαίες σπονδές.
Σηκώθηκα και φώναξα μέσα στην νύχτα :
“ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΑΡΑΔΕΣ! ΔΕΝ ΘΑ ΦΥΓΩ. ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ΑΜΑΧΗΤΙ. ΕΔΩ ΘΑ ΜΕΙΝΩ ΚΑΙ ΑΣ ΠΕΘΑΝΩ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ!”