Μνημονεύοντας τον Διονύσιο Σολωμό στα χρόνια της βαρβαρότητας
Στις 9 Φεβρουαρίου 2016 συμπληρώθηκαν 159 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου δασκάλου του Γένους, του Διονυσίου Σολωμού. Μοιάζει ξεχασμένος μέσα σε όλη αυτή την αγλωσσία που κυριαρχεί στον τόπο.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2016 συμπληρώθηκαν 159 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου δασκάλου του Γένους, του Διονυσίου Σολωμού. Μοιάζει ξεχασμένος μέσα σε όλη αυτή την αγλωσσία που κυριαρχεί στον τόπο. Τι μνημόσυνο να κάνεις και τι να πεις όταν έχουν μιλήσει άλλοι γι΄αυτόν που πάλεψαν όλη τους τη ζωή με τη γλώσσα για να την κατακτήσουν. Πως να αποτίσω φόρο τιμής με τα πενιχρά γλωσσικά εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου. Θα επρόκειτο για θράσος. Μόνο με τη ψυχή και δανειζόμενος από άλλους.
Γιατί ο Διονύσιος Σολωμός;
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό» (εκδόσεις Ύψιλον): «Αν κάποιος από τους Νεοέλληνες εστάθηκε δάσκαλός μου, αυτός βέβαια ήτανε ο Σολωμός, το λέω με δέος γιατί κάθε γειτνίαση μαζί του με συντρίβει… Ο Σολωμός ήτανε πολύ μεγάλος ποιητής, και πιστεύω ότι εάν οι ξένοι μπορούσαν να διαβάσουν ελληνικά θα τον είχαν κατατάξει μέσα στους πέντε δέκα κορυφαίους του κόσμου, όλων των αιώνων».
Ο Ελύτης γίνεται ακόμη πιο σαφής με την περίφημη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης όταν βραβεύθηκε με το βραβείο Νόμπελ.
«Η ΣΦΑΙΡΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΙ η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα, δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον έναν τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός, που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε – προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο τοποθετείται ο Κ.Π. Καβάφης, αυτός παράλληλα με τον T.S. Elliot έφτασαν στην άκρα λιτότητα, στη μεγάλη δυνατή εκφραστική λιτότητα…Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης… Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται μια πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για εμάς που ακολουθήσαμε ήτανε να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ΄αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία… Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλουμε τον τύπο του Ευρωπαίου – Έλληνα…» (Εν Λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος).
Ο Σεφέρης γράφει ή καλύτερα εκφράζει την απορία του για τους «τρεις μεγάλους μας ποιητές που δεν ήξεραν ελληνικά», δηλαδή για τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη. Οι δημιουργοί αυτοί, λέει υπήρξαν μείζονες Έλληνες ποιητές χωρίς να ξέρουν ελληνικά.
«Ένα βράδυ, αρχές του περασμένου αιώνα, σ’ ένα δρόμο της Ζακύνθου, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός άκουσε, στην πόρτα μιας ταβέρνας, ένα γέρο ζητιάνο να λεει, απλώνοντας το χέρι, ένα τραγούδι για την πυρκαγιά του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Ο ζητιάνος τραγουδούσε:
“Ο Άγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη·
εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως, άλλη φωτιά δεν πάει”.
Ο Σολωμός, μας λένε, ενθουσιάστηκε τόσο, που μπήκε στην ταβέρνα και πρόσταξε να τους κεράσουν όλους. Το ανέκδοτο αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα· το θεώρησα πάντα ως ένα σύμβολο της ποιητικής δωρεάς που ο λαός μας απόθεσε στα χέρια ενός άρχοντα του πνεύματος, τη στιγμή όπου αρχίζει η ανάσταση της νεότερης Ελλάδας. (…)», γράφει ο Σεφέρης (απόσπασμα από το επίμετρο με τίτλο «Λίγα για την νεότερη ελληνική παράδοση (357-381) και περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο των Δοκιμών (Παραλειπόμενα) 1932-1971. Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993. Αντιγραφή από το Άρδην τ.28)».
«Από την ιστορία της νεότερης ελληνικής ποίησης δεν λείπουν οι παράξενες μορφές και περιπτώσεις. Θα ‘ταν, ας πούμε, πολύ πιο φυσικό, καθώς το φαντάζομαι, η ποίηση ενός λαού θαλασσινού, αγροτικού και πολεμιστή, να άρχιζε με έναν άνθρωπο πού θα τραγουδούσε τραχιά και απλά αισθήματα. Συνέβηκε το αντίθετο. Άρχισε με έναν ποιητή πού κατεχόταν από τον δαίμονα του απόλυτου. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Πρέπει να προσθέσω αμέσως ότι το επίπεδο της παιδείας στα Εφτάνησα ήταν, τα χρόνια εκείνα, πολύ υψηλότερο από της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο Σολωμός είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Ήταν ένας μεγάλος Ευρωπαίος, πού γνώριζε καλά τα προβλήματα πού αντιμετώπιζε η ποίηση του αιώνα του
Μπορούσε να είχε σταδιοδρομήσει στην Ιταλία: έγραψε ιταλικά ποιήματα και οι ενθαρρύνσεις δεν του έλειψαν. Προτίμησε τη στενή πύλη: αποφάσισε να δημιουργήσει το έργο του ελληνικά.
Ο Σολωμός ασφαλώς είχε γνωρίσει τα ποιήματα πού είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες από την Κρήτη. Πίστευε στη γλώσσα του λαού κι εχθρεύονταν κάθε μορφή λογιοτατισμού. Οι απόψεις του πάνω στο πρόβλημα αυτό σώζονται σ’ ένα διάλογο πού έγραψε, με κύρια πρόσωπα τον Ποιητή και τον Σοφολογιώτατο. Μνημονεύω, στην τύχη: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, παρέξ ελευθερία και γλώσσα», ή, ακόμα: «Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Γι’ αυτήν την κυριαρχία εμόχθησε, κι αυτός ο μόχθος είναι πού τον έκανε ένα μεγάλον Έλληνα. Ο Σολωμός, βέβαια, έγραψε και τον Ύμνο στην Ελευθερία, πού οι στίχοι, του χρησίμεψαν για τον εθνικό μας ύμνο – και άλλα ποιήματά του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ στον περασμένο αιώνα. Όμως δεν είναι γι’ αυτό πού μετράει για μας η κληρονομιά του. Είναι γιατί μπόρεσε να χαράξει, όσο οριστικά του επέτρεπε η εποχή του, το δρόμο πού θα ‘παιρνε η ελληνική έκφραση. Αγάπησε τη ζωντανή γλώσσα και δούλεψε σ’ όλη του τη ζωή για να την ανυψώσει στο επίπεδο της ποίησης πού εκείνος οραματιζόταν. Ήταν μια προσπάθεια πού ξεπερνούσε τις δυνάμεις ενός και μόνου ανθρώπου.
Από τα μεγάλα του ποιήματα, π.χ. τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”, δε μας μένουν παρά αποσπάσματα: συντρίμμια από ένα διαμάντι πού ο τεχνίτης το πήρε μαζί του στον τάφο. Δε μας μένουν παρά αποσπάσματα και κενά πού αντιπροσωπεύουν την πάλη εκείνης της μεγάλης ψυχής, της τεντωμένης σαν τη χορδή ενός τόξου πού ήταν γραφτό να σπάσει. Πολλές γενεές Ελλήνων συγγραφέων έσκυψαν πάνω σ’ αυτά τα κενά και σ’ αυτά τ’ αποσπάσματα. Ο Σολωμός πεθαίνει στα 1857. Στα 1927, δημοσιεύεται για πρώτη φορά «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», πού τον καθιερώνει μεγάλο πεζογράφο (…). Είναι ένα υπέροχο κείμενο πού κάνει μια βαθιά τομή στο πνεύμα μας (…). Ο άνθρωπος αυτός ήταν πάντα ένα ξεκίνημα» .
Ένας από αυτούς που πραγματικά έσκυψε πάνω από τον Σολωμό ήταν και Ζήσιμος Λορεντζάτοςόπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας τις «ΜΕΛΕΤΕΣ» (πρώτος τόμος, εκδόσεις Δόμος και Μουσείο Μπενάκη).
Γράφει ο Λορεντζάτος: «Ο Σολωμός ήταν καταδικασμένος να βασανίζεται ωσότου ανασύρει κάποτε έστω ένα ή δύο μόνο στίχους… η δυσκολία του έγινε συμβολική για τους μεταγενέστερους. Όσοι δοκιμάζουν ποίηση ή πεζό, θα έχουν να σωθούν ή να πέσουν περνώντας μέσα από τα ίδια αινίγματα που έλυσε με τρόπο μοναδικό ή άφησε άλυτα εκείνος… Αν η έκφραση είναι ο δείχτης στην πνευματική ιστορία ενός λαού, τότε ο Σολωμός πέρασε για πάντα στο βασίλειο του πνευματικού μας πολιτισμού από τη στενή πύλη του εκφραστικού προβλήματος».
«Γιατί δεν γράφεις Ελληνικά;», τον ρωτάει ο Τρικούπης για να πάρει την απάντηση: «Δεν ξέρω Ελληνικά πως θα μπορούσα να γράψω με επιτυχία;». Τότε συμφώνησαν να αρχίσουν μαθήματα ελληνικών. «Ο Σολωμός είχε πολιτογραφηθεί στην ελληνική ποίηση» (Μελέτες).
Όπως επισημαίνει ο Λορεντζάτος «το έθνος έπαιρνε σιγά σιγά συνείδηση ύστερα από μια νεκροφάνεια αιώνων. Και η στιγμή αντάμωσε στο Σολωμό. Ο Σολωμός μας έδειξε πώς να εκφραστούμε. Αν λαβαίναμε ποτέ την ανάγκη να σημειώσομε ένα συμβατικό σταθμό, συμπεραίνω πως από τότε ακριβώς γεννιόμαστε ή αρχίζομε να υπάρχομε στη σκέψη».
Ο Διονύσιος Σολωμός ψάχνει την αλήθεια και την ψάχνει στο λαό, εκεί τη βρίσκει. Αν και με υψηλή δυτική παιδεία δεν επιχειρεί να επιβάλει το ξένο ως πραγματικό.
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και εάν είσαι αρκετός κυρίεψέ τη», γράφει και κάπου αλλού γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό».
Τον αγαπάει τον απλό λαό ο Σολωμός και αυτό φαίνεται στο «Διάλογο».
«Μου πονεί η ψυχή μου», αναφέρει ουκ ολίγες φορές στο διάλογο αναφερόμενος στην καθυστέρηση της γραπτής γλώσσας κατανοώντας όμως τον πνευματικό πολιτισμό που διασώθηκε στη γλώσσα και στις παραδόσεις μέσω των απλών ανθρώπων κάτι που δεν καταλαβαίνει ο Κοραής, ο οποίος μιλά για τη «χυδαιότητα του Ελληνικού γένους» όπως είχε καταντήσει από τη σκλαβιά και την αποκοπή του από τη Δύση και την Αναγέννηση. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτει τον μεσαιωνικό ελληνισμό, το Βυζάντιο, και παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για μια νέα γλώσσα, καθαρή, που στην ουσία ποτέ δεν αγαπήθηκε από το λαό.
«Έπειτα δια ποίους αμαθείς γράφομεν; Όχι βέβαια δια τον χυδαίον όχλον, οι οποίοι μητ΄αν ήμεθα εις τον κόσμον έχουν είδησιν» διερωτάται ο Κοραής (Μελέτες).
Έτσι ο Σολωμός χτυπά, όπως λέει ο Λορεντζάτος, τον Κοραή στο «Διάλογο» «δίχως να τον ξεχωρίζει από τους Σοφολογιότατους».
«ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ:
Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός;
ΠΟΙΗΤΗΣ:
Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;»
Έτσι μαθητής του Σολωμού και ο Λορεντζάτος γράφει στο «Χαμένο Κέντρο»: …«η ψεύτικη ζωή μας κάνει ψεύτικη και τη γλώσσα μας … η αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα… Θα πρέπει να ξαναζήσουμε αληθινά για να ξαναμιλήσουμε αληθινά… ».
Ο Σολωμός ήξερε και ένιωθε τη συνέχεια, τη γλωσσική και πνευματική όταν έλεγε «Είναι τα χώματα του Ομήρου που το πόδι σας πατεί».
Το ήξερε και ο σπουδαίος αρχιτέκτονας ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο οποίος πάντα μνημόνευε τον Διονύσιο Σολωμό για το ρόλο που έπαιξε στη ζωή του.
Σε κάποια εκδήλωση κάποτε η κόρη του Αλεξάνδρα Τσουκαλά επικαλέστηκε τον εθνικό μας ποιητή για να περιγράψει τη φύση της δουλειάς του πατέρα της που ήταν «με λογισμό και μ’ όνειρο» καμωμένη, μνήμη και ειλικρίνεια.
Ο ίδιος ο Άρης Κωνσταντινίδης ξεκινά το βιβλίο του «Η Αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα» (Εκδόσεις ΆΓΡΑ) με τον Σολωμό.
«7.1.1937 Μήνες τώρα διαβάζω με πολλή προσοχή τα ΑΠΑΝΤΑ του ΣΟΛΩΜΟΥ…και έχω σταθεί σε ορισμένες φράσεις που τις βρίσκω σημαντικές για την τέχνη της αρχιτεκτονικής. Γι΄αυτό και τις καταγράφω πιο κάτω μαζεμένες…
“Με λογισμό και μ΄όνειρο”
“Πάντ΄ανοιχτά κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου”
“Τα σπλάχνα μου κ΄ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν”
“Σ΄ελέγχ΄η πέτρα που κρατείς, και κλει φωνή κι αυτήνη”
Και από το Διάλογο: “Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”».
Αυτές είναι λίγες από τις σημειώσεις που έχει επισημάνει ο Κωνσταντινίδης. Ωστόσο σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρεται στην τέχνη του και στο πως τον επηρρεάζει ο Σολωμός με τη φράση του «Κλείσε μές την ψυχή σου την Ελλάδα (ή ότι άλλο). Θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείου και θα είσαι ευτυχισμένος»:
Γράφει λοιπόν ο Κωνσταντινίδης: «…Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την αρχιτεκτονική (- που ταιριάζει με το “ό,τι άλλο” του Σολωμού και …θα έχεις λύσει το πρόβλημά σου (-σαν αρχιτέκτονας) και θα είσαι ευτυχισμένος».
Σε ένα άλλο σημείο αναφέρει: «Η αρχιτεκτονική δεν είναι ένα εργαστηριακό παρασκεύασμα. Η αρχιτεκτονική υπάρχει μέσα στην καθημερινή ζωή. Εκεί πρέπει να ψάξουμε και να τη βρούμε. Και να σηκώσουμε στις πλάτες μας όλο το βάρος από την αληθινή παράδοση, που θα ψάξουμε να βρούμε την “αληθινή ουσία” της (Σολωμός), χωρίς να τη ξεσηκώνουμε εξωτερικά, με μορφολογικές αναζητήσεις. Που δεν οδηγούνε πουθενά…)».
Όμως ο Κωστής Παλαμάς, λέγεται ότι είναι αυτός που επέβαλε τον Σολωμό στο εθνικό σύνολο, με την κριτική μελέτη του για τον Διονύσιο Σολωμό.
Η αγάπη του Παλαμά για το Σολωμό είναι ενδεικτική από την πρώτη στροφή του ποιήματος που έγραψε για τον Σολωμό: «Τόσω σε νοιώθω μέσα΄ς την καρδιά μου, που τόρα τρέμω μήπως και σε χάσω, Σ’ των στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου, Απ΄τα ζεστά μου στήθη αν σ΄ανεβάσω».
«Ο Σολωμός δεν είχε πίσω του κανένα και ο Παλαμάς είχε πίσω του το Σολωμό…», σημειώνει μεταξύ άλλων ο Λορεντζάτος στις Μελέτες.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 ο Παλαμάς πεθαίνει, λίγες ημέρες νωρίτερα στις 9 Φεβρουαρίου, ίδια ημέρα όπως ο Σολωμός, είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα του Μαρία.
Η κηδεία μετατράπηκε σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης, παρουσία των Γερμανών κατακτητών.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα», λέει ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλοντας το ποίημα που είχε γράψει για τον Παλαμά «Ηχήστε Σάλπιγγες».
Την ώρα που εναπόθεταν το φέρετρο στο μνήμα ο αντιπρόσωπος του κατακτητή προσπάθησε να καταθέσει στεφάνι και μια φωνή το πλήθος αυθόρμητα τραγούδησε τον Ύμνο προς την Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού, τον Εθνικό μας Ύμνο, κάποιοι φώναξαν «Ζήτω η Ελευθερία του πνεύματος».
Και όπως λέει και ο Ελύτης «Όπου και να σας βρει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νου σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
«Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη».