Η μπάντα της Φιλαρμονικής και ο πολιτισμός (;) μας
Η μαέστρος της Φιλαρμονικής Σχολής Κεφαλληνίας κ. Αλεξία Μαρτσέλου, με το διακριτικό αλλά καίριο κείμενό της που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στα τοπικά μέσα, διατυπώνει την αγωνία της για μια θλιβερή πραγματικότητα για τον πολιτισμό του Νομού μας: Η μπάντα της Φιλαρμονικής Σχολής Κεφαλληνίας, μιας από τις ιστορικές Φιλαρμονικές της Επτανήσου, δεν παιανίζει πια στους δρόμους της μικρής μας πόλης. Λίγες μέρες πριν είχε δοθεί στη δημοσιότητα και έγγραφο της Διοίκησης της Σχολής, όπου εξηγείται αναλυτικά το μέγεθος του προβλήματος, που οδήγησε στην αναστολή λειτουργίας της μπάντας από τον Αύγουστο του 2015.
Αρκετοί μήνες έχουν περάσει, και ίσως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο τεράστιο πλήγμα για την Κεφαλονιά είναι η σιωπή τούτης της μπάντας. Θα πει κανείς, μα και οι άλλες Φιλαρμονικές προσφέρουν έργο. Ναι, προσφέρουν σημαντικό έργο και αγωνίζονται κι αυτές να επιβιώσουν, επαφιέμενες στον πατριωτισμό κάποιων ανθρώπων. Μουσικών, παιδιών, γονέων. Αλλά πόσο θ’ αντέξουν κι εκείνες ακόμα; Και, έτσι, σιωπηρά και ανερυθρίαστα, θα βάλουμε «τελεία» σε μια μουσική ιστορία που έχει ξεκινήσει από το 1838;
Ακόμα πιο θλιβερό είναι βέβαια να αντιμετωπίζουμε αυτή την κατάσταση με ένα αμήχανο (και συγκαλυμμένα αδιάφορο) “Και τί να κάνουμε; Η κρίση…”. Κι εκεί κουνάμε τους ώμους, βάζουμε τελεία και προχωράμε μοιρολατρικά στην επόμενο αμήχανο «Και τι να κάνουμε; Η κρίση…» για κάποιο άλλο τοπικό μας ζήτημα…
Ναι, η κρίση. Αλλά ποια κρίση; Η κρίση που μας ταλανίζει εδώ και χρόνια, και για την οποία ελάχιστοι έχουν το θάρρος να μιλήσουν. Η κρίση της αποθέωσης του τίποτα και του φαίνεσθαι. Η κρίση της περιφρόνησης για την ουσία του πολιτισμού, που είναι η καλλιέργεια της κουλτούρας στις νέες γενιές. Κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για αυτά τα θέματα. Κι ας μην είμαστε αρεστοί.
Δεν με ενδιαφέρει να αποδώσω ευθύνες σε πρόσωπα και Αρχές. Ποτέ δε μου άρεσε να παριστάνω το δικαστή ή τον τιμητή των πάντων. Ούτε θέλω να απαξιώσω τις αξιόλογες προσπάθειες που γίνονται με πραγματική αυτοθυσία από ανθρώπους στο νησί, στη μουσική, στο θέατρο, στο χορό, στα εικαστικά, στον αθλητισμό (που όσο δεν γίνεται στοιχηματοποιημένος πρωταθλητισμός είναι κι αυτός πολιτισμός). Με ενδιαφέρει να εκφράσω την αγωνία μου για το τί μπορεί να γίνει για να σταματήσουμε αυτή την πορεία προς το ανούσιο τίποτα. Και να ξαναβρούμε το δρόμο που οδηγεί σε ό,τι σαν Επτανήσιοι ξέραμε να υπηρετούμε επί αιώνες. Τη δημιουργία και τον πολιτισμό.
Αλλά, ας δούμε το δάσος, όχι το δέντρο… Θα μου πείτε, εδώ δεν έχουμε σχολεία και νοσοκομεία, μήπως είναι πολυτέλεια να μιλάμε για τη Φιλαρμονική; Όχι, δεν είναι. Η κοινωνία είναι ένα σώμα που χρειάζεται όλα της τα όργανα για να δουλέψει σωστά. Ό,τι αρρωσταίνει και πεθαίνει, μοιραία συμπαρασύρει κι άλλα, και στο τέλος τα πάντα, στη φθορά και την ανυπαρξία. Και πολύ φοβάμαι ότι η μεγαλύτερη “αρρώστια” της δικιάς μας κοινωνίας δεν είναι η έλλειψη χρημάτων. Είναι ότι χάνουμε μέρα με τη μέρα τις αξίες μας. Δηλαδή αυτό που κρατάει ζωντανή την επτανησιακή μας ταυτότητα.
Ολόκληρη η κοινωνία μας φταίει. Δεν φτάνουν τα χρήματα και η οικονομική υποστήριξη από τις Αρχές. Βλέπαμε, και όταν “λεφτά υπήρχαν”, με ποιο τρόπο στην πλειονότητά τους μοιράζονταν. Δεν είναι μόνο τα λεφτά. Ίσως δεν είναι καν τα λεφτά. Είναι και η αποχαύνωση μιας κοινωνίας που αρκείται στο να σουλατσάρει αδιάφορη μεταξύ Λιθοστρώτου και Πλατείας, που προτιμά να βλέπει (κάνοντας πως δεν βλέπει) τα παιδιά της μεθυσμένα (και όχι μόνο μεθυσμένα) να περιφέρονται στους δρόμους τραβώντας “selfies”, κάνοντας “check in”, και μετρώντας “likes”. Ναι, προτιμά αυτή την εικονική (βολική) πραγματικότητα, από το να βάζει τα παιδιά σε μια πιο δύσκολη διαδικασία: στο να «κοινωνούν» την τέχνη, επιχειρώντας μια ουσιαστική και αποτελεσματική λύση για τα αδιέξοδά τους: Την ενασχόληση με τη μουσική, τον πολιτισμό, ό,τι σου προκαλεί συγκίνηση, ευαισθητοποίηση, καλλιέργεια, ουσιαστική μόρφωση.
Τα παιδιά δεν φταίνε. Εμείς τα οδηγούμε εκεί, με την αδιαφορία μας για την ουσία, με την εμμονή μας στη φιγούρα, στο εύκολο, στο ευτελές. Αν αυτό μονάχα τους προσφέρουμε, αυτό θα έχουν. Η Φιλαρμονική, όπως και όλοι οι φορείς πολιτισμού του νησιού, δεν “χτίζουν” απλά καλλιεργημένους ανθρώπους. Δεν δίνουν τα πρώτα φώτα σε μετέπειτα λαμπρούς μουσικούς που μας κάνουν περήφανους. Επιπλέον, δημιουργούν και σε όλα τα παιδιά που συμμετέχουν και σημαντικές μελλοντικές αναμνήσεις, που ανατροφοδοτούν και τις επόμενες γενιές με την αγάπη για τη μουσική και τον πολιτισμό. Το φτηνό, το ανούσιο και το τίποτα, δεν μπορούν να αναπαράγουν κάτι άλλο από το κενό, την πλήξη, το “δε βαριέσαι, εμείς να κάνουμε ζωάρα και όλα τα άλλα να πάνε να… ” Αυτό προτιμάμε, στ’ αλήθεια; Προτιμάμε αυτό που λέει ένα ποπ τραγούδι: «Κοινωνία δανεισμένη, απ’ τα χρέη της πνιγμένη / έξι μέρες ναρκωμένη και το Σάββατο να βγαίνει»;
Όποιος διαβάσει το το βιβλίο του Αγγελο-Διονύση Δεμπόνου για τη Φιλαρμονική Σχολή Κεφαλληνίας («Η Φιλαρμονική Σχολή Κεφαλληνίας, 1838-1940: Η εκατόχρονη Ιστορία ενός Ιδρύματος και μιας κοινωνίας», Αργοστόλι: ΝΕΛΕ Κεφαλονιάς, 1988), θα διαπιστώσει ότι σε πολύ πιο δύσκολες εποχές οι Κεφαλονίτες πάλεψαν και την έσωσαν τη Φιλαρμονική τους, γιατί τη θεωρούσαν κομμάτι αναπόσπαστο της ύπαρξής τους. Και θα ντραπεί για λογαριασμό όλων εμάς των “σύγχρονων” Κεφαλονιτών με τις αμαξάρες που δεν έχουν βενζίνη, τις σπιταρόνες που δεν έχουν πετρέλαιο, τα πανάκριβα κινητά που δεν έχουν μονάδες, και την ανέξοδη κομπορρημοσύνη που δεν έχει περιεχόμενο και αντίκρισμα.
Μέσα στη φτώχεια τους εκείνοι οι “παλαιοί” είχαν μέσα τους την αίσθηση ότι συνεχίζουν μια παράδοση που κρατήθηκε ζωντανή επί αιώνες. Μαθαίνανε μαντολίνο, κιθάρα, κι ας είχανε τρύπιες κάλτσες, και ούτε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Γιατί κάποτε ακόμη και οι φτωχοί, σχεδόν αναλφάβητοι Κεφαλονίτες, φτιάχνανε αυτοσχέδιες ρίμνες, ήξεραν απέξω μεγάλους ποιητές, γεμίζανε τον «Κέφαλο» και τον «Απόλλωνα», τα θέατρα της πόλης (όχι μόνο τα ιδιόκτητα θεωρεία των αστών αλλά και την πλατεία του απλού λαού), ξέρανε ακόμα και αποσπάσματα από όπερες. Σήμερα άραγε, πέρα από τις εξαιρέσεις, τί “μουσική” ακούει η πλειοψηφία; (Ας μην πούμε ονόματα και θίξουμε οικογένειες…) Τί “λατρεύει;”. Και δεν είναι το “τί;” που έχει σημασία, είναι το «γιατί;»
Είναι, επιπλέον, και κυρίως, το τί μπορούμε να κάνουμε, από δω και πέρα για να ξαναβρούμε τον χαμένο μας εαυτό;
Μπορούμε να ξαναδούμε την ιστορική μπάντα της Φιλαρμονικής στους δρόμους της πόλης; Ή θα μας μείνουνε μονάχα οι εκκωφαντικοί θόρυβοι από πλαστικές μουσικές μίας χρήσεως και από κόρνες και μαρσαρίσματα της μηχανόβιας καθημερινότητάς μας;
Δεν το αξίζει αυτό η Φιλαρμονική μας. Δεν το αξίζει ο τόπος μας και η ιστορία του.
Εμείς, αλήθεια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Τίποτα;
Ηλίας Τουμασάτος
Εκπαιδευτικός