ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΜΕΣΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
Πέτρος Πετράτος
Απόψε θα μιλήσουμε για έναν ξεχωριστό Μεσοβουνιώτη.
Τον Ιούνιο του 1924 ο Ευάγγελος Ραυτόπουλος του Γεράσιμου από τα Μεσοβούνια της Ερίσσου αφήνει στο μακρινό Καράτσι των Ινδιών την τελευταία του πνοή, αφού λίγους μήνες πριν είχε συντάξει τη διαθήκη του, με βάση την οποία κληροδοτούσε στο χωριό του και τους χωριανούς του όλη την περιουσία του και μάλιστα την κινητή, που είχε αποκτήσει μετά από 35 συνεχή χρόνια εργασίας ως υπάλληλος στο εκεί κατάστημα του Οίκου των Αδελφών Ράλλη.
Oι αδελφοί Ράλλη κατάγονταν από τη Χίο και ο Οίκος τους ήταν από τα μέσα του 19ου αιώνα μία από τις σημαντικότερες ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις του Λονδίνου με μεγάλο αριθμό συνεργατών και υπαλλήλων και πληθώρα υποκαταστημάτων σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Ειδικότερα, στις Ινδίες η δράση του Οίκου Ράλλη ξεκίνησε στη δεκαετία του 1850. Ήταν η περίοδος που η απέραντη και πλούσια χώρα των Ινδιών περνούσε εξολοκλήρου και αποκλειστικά κάτω από τον αποικιακό έλεγχο της Αγγλίας (1858). Ο Οίκος Αδελφών Ράλλη αρκετά σύντομα δραστηριοποιήθηκε στις τέσσερις ανεπτυγμένες ινδικές εμπορικές πόλεις, την Καλκούτα, τη Βομβάη, το Καράτσι και το Μαντράς και στη συνέχεια απλώθηκε στα σημαντικότερα εμπορικά και παραγωγικά κέντρα της ενδοχώρας. Στο Καράτσι, όπου εργάστηκε ο Ραυτόπουλος, το παράρτημα ιδρύθηκε το 1883 και διαχειριζόταν το εμπόριο των βόρειων και βορειοδυτικών επαρχιών των Ινδιών. εμπορευόταν κυρίως βαμβάκι, αλλά και σιτηρά, δέρματα και κόκκαλα.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η επιχείρηση των Αδελφών Ράλλη στις Βρετανικές Ινδίες προτιμούσε για την επάνδρωσή της Έλληνες και κυρίως νεαρούς ανύπαντρους από τη Χίο και την Κεφαλονιά αλλά και από τη Σμύρνη και την Κων/πολη, γιατί αυτοί χαρακτηρίζονταν από ευφυΐα και εμπορικό μυαλό. Η πολιτική της επιχείρησης ήταν να προσλαμβάνει νέους ως μαθητευόμενους, να τους εκπαιδεύει στους αντίστοιχους τομείς δραστηριότητας και να τους διατηρεί στην επιχείρηση όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα. Οι συνθήκες διαβίωσης για τους εργαζόμενους ήταν δύσκολες λόγω του ανθυγιεινού κλίματος, των τροπικών ασθενειών και της πολύχρονης θητείας τους στην ενδοχώρα. Οι μισθοί γενικά ήταν ελκυστικοί, ενώ κάθε τέσσερα χρόνια οι εργαζόμενοι μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με άδεια εννιά νηνών «μετ’ αποδοχών». Υπήρχε, πάντως, ρήτρα στη σύμβαση εργασίας τους με την επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να παραμείνουν ανύπαντροι για εφτά χρόνια, πριν υποβάλουν αίτηση στην εταιρεία, για να τους επιτρέψει να παντρευτούν…
Σε αυτήν, λοιπόν, την εταιρεία αποφασίζει ο Ευάγγελος Ραυτόπουλος να εργαστεί, ο οποίος είχε γεννηθεί στα Μεσοβούνια στις 11 Μαρτίου 1858. Ήταν γιος του Μεσοβουνιώτη μικροκτηματία Γεράσιμου, που ασκούσε το επάγγελμα του νοτάριου, του συμβολαιογράφου δηλαδή, στην περιοχή της Ερίσσου, και της Ειρήνης Βανδώρου του Παναγή από τα Βεντουράτα ή τον Αγριλιά της Ερίσσου. Θείος του ήταν ο Παναγής Ραυτόπουλος, δασκάλος στο πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο των Μεσοβουνιών και νουνός του ο Παναγής Καλαφάτης από την Άσο. Στην οικογένεια υπήρχαν ακόμη άλλα τρία παιδιά, η Ασπασία και οι δίδυμοι Μιλτιάδης και Διονύσιος, γεννημένοι το 1848. Φαίνεται ότι ο πατέρας Γεράσιμος ήταν τίμιος άνθρωπος και τον εκτιμούσαν οι Ρισιάνοι. Μάλιστα, ο ίδιος ο γιος Ευάγγελος ήταν περήφανος για το ήθος του πατέρα του.
Ο μικρός Ευάγγελος άκουσε τα εγκύκλια μαθήματα στα Μεσοβούνια, αλλά δε θα μπορέσει, φαίνεται, να συνεχίσει τις σπουδές του σε ανώτερη βαθμίδα, εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών. Αυτή, προφανώς, η οικογενειακή οικονομική στενότητα θα ήταν η αιτία της μετανάστευσής του, δημιουργώντας έτσι μια ακόμη τυπική περίπτωση ξενιτεμένου Κεφαλονίτη. Αργότερα, σε κάποια επιστολή του θα καλοτυχίζει όσους ξενιτεύονται, για να βρουν εργασία, αλλά και για μπορούν έτσι να συντηρούν τους δικούς τους στο χωριό.
Δε γνωρίζουμε πώς έφτασε μέχρι τις Ινδίες. Το 1880, σε ηλικία 22 χρονών, εργάζεται στη Σμύρνη σε κάποιο ίσως παράρτημα του Οίκου των Αδελφών Ράλλη, όπου κινδύνεψε να σκοτωθεί από τους Τούρκους αλλά και από το τραίνο: «[…] θαύμα πως εγλύτωσα από τους Τούρκους, γιατί ήμουνα κοντός, ενώ ο φονιάς ήτο ψηλός και έτσι με άφισαν», θα γράψει αργότερα σε κάποια επιστολή του (23-2-1924).
Στο Καράτσι των Ινδιών θα φτάσει το 1889, σε ηλικία 31 χρονών, όπου θα εργαστεί για 35 συνεχή χρόνια σε εξωτερικές εργασίες. Και όπως ό ίδιος έχει σημειώσει, ποτέ του δεν αρρώστησε και άρα ποτέ δεν απουσίασε από την εργασία του. Παρέμεινε ανύπαντρος, ακολουθώντας μια ήρεμη ζωή, με εγκράτεια, ενώ είχε καθιερώσει μια ώρα γυμναστική την ημέρα.
Κάποιες επιστολές του, που έχουν ευτυχώς διασωθεί, και η διαθήκη του, που σώζεται εδώ στο γραφείο της Τοπικής Κοινότητας Μεσοβουνιών, μας επιτρέπουν ως ένα βαθμό να σκιαγραφήσουμε το χαρακτήρα του Ευάγγελου αλλά και να καταγράψουμε τις κοινωνικές του αντιλήψεις και νοοτροπίες.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο έντιμο, φιλότιμο και συνεπή, πειθαρχημένο και εργατικό, ολιγαρκή και καθόλου σπάταλο. Στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του ή με τους συγχωριανούς του είναι αυστηρός και συνάμα δίκαιος, υποστηρικτής πάντοτε των αδύναμων. Τον διακρίνει το χιούμορ και ο αυθορμητισμός. Γενικότερα έχουμε να κάνουμε με μια αξιόλογη προσωπικότητα, που από νωρίς είχε στο μυαλό της το αίσθημα του καθήκοντος, της προσφοράς.
Ο Ραυτόπουλος παρακολουθεί από την ξενιτειά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Έχει κατασταλάξει ιδεολογικοπολιτικά. Μετανάστης ο ίδιος και σκληρά εργαζόμενος, αντιλαμβάνεται την ταξικότητα της κοινωνίας, την εκμετάλλευση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και την αξία της αλληλεγγύης μεταξύ των εκμεταλλευομένων. Θεωρεί, βέβαια, ότι τότε αρχές του 20ού αιώνα ο Βενιζέλος μπορεί να εκφράσει τα λαϊκά στρώματα, γι’ αυτό και τον υποστηρίζει. Παράλληλα, ο Μεσοβουνιώτης εργαζόμενος παρακολουθεί τα νεωτεριστικά ρεύματα στην εκπαίδευση και την παιδαγωγική, καθώς εκείνη την περίοδο στην εταιρεία των Αδελφών Ράλλη στις Ινδίες εργάζονται και άτομα με πνευματικές ανησυχίες και ενδιαφέροντα, όπως ο Αλέξανδρος Πάλλης και ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης (ο γνωστός Αργύρης Εφταλιώτης) στη Βομβάη, ο Δημήτρης Πετροκόκκινος στην Καλκούτα και ο Πέτρος Βλαστός στο Καράτσι. Κοινό τους γνώρισμα όλων αυτών το πάθος τους για τη δημοτική γλώσσα. – ήταν τότε, τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα, σε οξύτητα το γλωσσικό ζήτημα – και για την μορφωτική/πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο Ραυτόπουλος να έχει γνωριστεί με τον Π. Βλαστό και να έχει επηρεαστεί από τον τελευταίο στα θέματα της εκπαίδευσης.
● Πιστεύει ο ίδιος στη μετασχηματιστική δύναμη του σχολείου – κάτι που από τη νεανική του ηλικία τον προβλημάτιζε. Γι’ αυτό, άλλωστε, θα διαθέσει αργότερα οικόπεδο και χρήματα για την ανέγερση σχολείου στο χωριό του. Να τι έγραφε ένα χρόνο πριν πεθάνει: «Εκ μικράς ηλικίας είχα την ιδέαν ότι εις τα χωρία πρέπει να καλλιεργείται η εκπαίδευσις του λαού, διά να προοδεύση το έθνος, όπου υπάρχει το οξυγόνον και όλα τα φυσικά προτερήματα, διά να γίνη πραγματική Δημοκρατία» (21-4-1924). Πρόκειται για αντίληψη προοδευτική, ζυμωμένη μέσα στο πλαίσιο του Διαφωτισμού. Επίσης, έστελνε χρήματα για ζητήματα μόρφωσης: «Έστειλα και δέκα λίρες αγγλικές του Μπάμπη του Χαροκόπου για τον γυιόν του Νικόλα του Σάββα Αντίππα για δικαιώματα του σχολειού του […]» (26-5-1921).
● Υποστηρικτής της Δημοτικής, της απλής γλώσσας, δεν αφήνει ευκαιρία που να μην υπογραμμίζει την αξία της γλώσσας του λαού και να προτρέπει φίλους και γνωστούς να γράφουν σε αυτήν. Απευθυνόμενος στην αγράμματη κουμπάρα του τη Μαργαρίτα, της γράφει: «Παρακαλώ, πες του γραμματικού σου να μη μου γράφει ελληνικούρες, γιατί ούτε συ ούτε εγώ τις καταλαβαίνω. Και εγώ μεσοβουνιώτης είμαι από τις Λύμπες» (26-5-1921).
● Έχει φιλοσοφήσει τη ζωή. «Είμαστε όλοι περαστικοί», γράφει σε επιστολή του, από αυτόν τον κόσμο. Και αυτό που πρέπει να απασχολεί τον κάθε άνθρωπο είναι «να έχει λίγο φιλότιμο και υπόληψι» και να αφήσει «καλό όνομα», καθώς «ό,τι πλούτη και να κάμει εδώ θα μείνουνε» (23-2-1924).
● Ενδιαφερόταν για τον τόπο καταγωγής του και τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Και εκεί στην ξενιτειά τους σκεφτόταν. Γνώριζε πόσο σκληρή είναι η δουλειά του κάμπου, γνώριζε ότι ο αγρότης εξαρτιόταν από τα καιρικά φαινόμενα. Θυμόταν την Κεφαλονιά, «που ποτέ δεν ήλθε μια εσοδεία καλή, αλλά έρχεται και η βροχή τον Αύγουστο και τα κάνει θάλασσα εις όλα τα εισοδήματα» (23-2-1924). Όταν, μάλιστα, συμβεί κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατόν οι σέρμπροι να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στους αγροδότες. Γι’ αυτό όταν παραπονιέται ο αδελφός του Μιλτιάδης ότι οι σέμπροι δεν του έδωσαν τίποτε, αναρωτιέται ο ίδιος: «πώς να του δώσουν, αφού δεν έχουν εισόδημα καθόλου» (23-2-1924).
● Δε σηκώνει το άδικο, ακόμη κι αν προέρχεται από δικούς του ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση με τον αδελφό του Μιλτιάδη, ο οποίος κατά την πώληση ενός αγροκτήματος προσπάθησε να ξεγελάσει μια χωριανιά του, τη Μαργαρίτα, χήρα του Αλέξανδρου Ραυτόπουλου, που ήταν και αγαπημένη κουμπάρα του Ευάγγελου. Ο τελευταίος, μόλις πληροφορείται στο Καράτσι τα σχετικά, γεμάτος αγανάκτηση και θυμό για τη συμπεριφορά του αδελφού του, γράφει στη Μαργαρίτα: «[…] ο πατέρας μου και όλοι οι άλλοι του σπιτιού μου τέτοιες ατιμίες δεν τις εκάμανε ποτέ μα ποτέ !!! Τώρα αν ο αδελφός μου ο Μιλτιάδης ετρελάθηκε, να μην τον λογαριάζεις, διότι φαίνεται ότι η βίδα του μυαλού του του έστριψε […]». Και σε άλλο σημείο γράφει: «Λοιπόν να μην πας ούτε σε δικηγόρο ούτε στο δικαστήριο ούτε να του δώσεις μια πεντάρα […]. Σήμερα του γράφω αυστηρά να παύσει κάθε δικαστικό χαρτί που έχει ενάντιόν σου και πιστεύω ότι θα ακούσει, διότι αν δεν με ακούσει έχει να μάμει μαζύ μου ο άθλιος» (17-3-1921). Τελικά, υποχώρησε ο Μιλτιάδης και το ζήτημα σταμάτησε (23-2-1924).
Στις 31 Δεκεμβρίου 1923 η εταιρεία τον απέλυσε λόγω ηλικίας. Ήταν τότε 66 ετών. Η επιστροφή στο γενέθλιο χωριό, ο πολυπόθητος νόστος είχε πια αποκλειστεί. Ο ίδιος έχει σημειώσει με πίκρα στη διαθήκη του (Οκτ. 1923): «ὁ θάνατός μου ἐν Καράτσι ἦτο πεπρομένον παρ’ ὅλας μου τάς προσπαθείας» (άρθρο 13). Φαίνεται ότι ένιωθε πολύ καταβεβλημένος. Έχει γράψει: «Πλην φευ! παρ’ όλην την εγκράτειαν και γυμναστικήν ήλθε το επάρατον γήρας, επομένων σιγά-σιγά όλων των πικριών του». Και συμπεραίνει στις 21 Απριλίου 1924: «Όθεν είναι ευχάριστον εις εμέ το απότομον τέρμα». Τι σήμαινε εκείνη η φράση; Είχε καταλήξει στην αυτοχειρία, στην αυτοκτονία. Είναι, πράγματι, τραγική η κατάστασή του. Εξηγείται ωστόσο αυτή η συμπεριφορά του: αποκλεισμένος στο Καράτσι, χωρίς απασχόληση, χωρίς οικογένεια, με πολλή μοναξιά και με δύσκολα γηρατειά, βρήκε ως μοναδική διέξοδο την αυτοκτονία. Την ίδια ημέρα 21 Απριλίου 1924 έχει, επίσης σημειώσει για τον εαυτό του: «Ο πέραν του τάφου πονών και σκεπτόμενος την γλυκεία πατρίδα». Μετά από δυο μήνες, τον Ιούνιο του 1924, ο Μεσοβουνιώτης Ευάγγελος Ραυτόπουλος θα δώσει τέλος στη ζωή του στο Καράτσι των Βρετανικών Ινδιών και θα ταφεί μακριά από τα χώματα του χωριού του, που τόσο αγάπησε.
Όταν συντάσσει τη διαθήκη του (Οκτώβριος 1923) ο Ευ. Ραυτόπουλος, οχτώ μήνες πριν από το θάνατό του, είναι κάτοχος μιας αξιοπρόσεκτης περιουσίας, την οποία δημιούργησε «μετά κόπου και οἰκονομίας», όπως ο ίδιος έχει σημειώσει στη διαθήκη του, προσαρμόζοντας μια οικονομική συμπεριφορά σ’ ένα πλαίσιο μακρόχρονης εργασίας και προσωπικής λιτής και μοναχικής ζωής. Και με το δεδομένο της έλλειψης φυσικών κληρονόμων ήταν επόμενο να υιοθετήσει λύση γόνιμης αξιοποίησης του προσωπικού του πλούτου: αποφασίζει να διαθέσει την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, στο γενέθλιο χωριό του, στους συγχωριανούς του. Το συνολικό ποσό της κινητής είναι 14.375 λίρες στερλίνες (σε δραχμές της εποχής εκείνης 5.390.625) και 27 ομολογίες ελληνικών δανείων, ενώ η ακίνητη περιουσία του στα Μεσοβούνια προερχόμενη από την κληρονομική διαδικασία και αγοραπωλησίες περιλαμβάνει κατοικίες, ελαιώνες και σταφιδαμπελώνες αρκετών στρεμμάτων.
Είναι πράγματι πλατύ το φάσμα, στο οποίο κινείται η ευεργετική δράση του Ευ. Ραυτόπουλου: οικονομικές ενισχύσεις προς οικείους, φίλους και συγχωριανούς του, δωρεές κτημάτων σε ακτήμονες καλλιεργητές, εκπαιδευτικές προσφορές και κοινωνικές παροχές.
Σημειώνουμε μόνο ότι, μεταξύ των άλλων, δε θα ξεχάσει την υπηρέτρια του ανήμπορου αδελφού του χωριό, τον «ευεργέτην» του, αυτόν δηλαδή που τον πρότεινε στον Οίκο των Αδελφών Ράλλη (άρθρο 13), τα κορίτσια του χωριού του για προικίσεις και τα αγόρια για σπουδές, (άρθρο 14), το Οικονομικό Συσσίτιο Αργοστολιού και τις εκκλησίες του χωριού του (άρθρο 14). Θα αρνηθεί, όμως, εμφαντικά κάθε δωρεά προς τον εθνικό στρατό και στόλο – στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τους άλλους μεγάλους ευεργέτες. «Δέν ἀφήνω τίποτε, θα γράψει, ὡς εἰρηνικῶν ἱδεῶν καί φιλάνθρωπος. Ἀρκοῦν οἱ πόλεμοι πλέον». Για να συμπληρώσει αμέσως με προφανή πίκρα: «δυστυχῶς θά ἐξακολουθήσουν» (άρθρο 16). Ο ίδιος, όμως, όπως πιστεύει, δε θα έχει συνεργήσει σε αυτόν το φαύλο – κύκλο.
Θα επιμείνουμε σε δύο μόνο περιπτώσεις κληροδοσιών, χαρακτηριστικών, κατά τη γνώμη μας, των αντιλήψεων και των οραμάτων του Μεσοβουνιώτη υπαλλήλου, που έγινε πρωτοποριακός ευεργέτης.
Την πατρική κτηματική του περιουσία στο χωριό την καλλιεργούσαν σέμπροι. Και ο ίδιος φαίνεται ότι είναι γνώστης της ταξικής ουσίας του θεσμού της αγροληψίας, της «πιο σατανικής εφεύρεσης των γαιοκτημόνων». Η αγροληψία εξυπηρετούσε τυπικά και ουσιαστικά μόνο τα συμφέροντα του γιαοκτήμονα/αγροδότη, ενώ δημιουργούσε συνθήκες οικονομικά και κοινωνικά εξουθενωτικές στο γεωργό/αγρολήπτη. Ο Ραυτόπουλος έχει συνείδηση της εκμετάλλευσης, που υφίστανται οι καλλιεργητές/σέμπροι των πατρικών του κτημάτων στα Μεσοβούνια. Γι’ αυτό και προχωρεί σε μια γενναία, σε μια επαναστατική πράξη: «Ἀφήνω, γράφει στη διαθήκη του, τήν λοιπήν κτηματικήν περιουσία μου, ἀποτελουμένην ἀπό ἀμπέλους, σταφιδαμπέλους, χωράφια ἑλαίας, λόγγους, δεξαμενάς καί λοιπά, ὡς ἀναφέρονται ἐν τῷ κτηματολογίῳ μου, πρός τούς ἀγρολήπτας μισθωτάς συλλέκτας, τακτικούς ἤ ἐκτάκτους, ἔστω καί ἐπί δέκα ἡμέρας, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται καί θά εὑρεθοῦν κάτοχοι κατά τήν ἡμέραν τῆς δημοσιεύσεως τῆς παρούσης διαθήκης, καθό πραγματικοί ἰδιοκτῆται ὡς καλλιεργηταί αὐτῶν» (άρθρο 5).
Και επειδή είχε συναίσθηση της επαναστατικότητας, που εμπεριείχε αυτή του η προσφορά, για τα δεδομένα της Ελλάδας και ειδικότερα της Κεφαλονιάς, γι’ αυτό από τις μακρινές Ινδίες υπογράμμιζε στη διαθήκη του: «Τοῦτο δέ πράτω ὡς σοσιαλιστής ἐκ νεανικῆς μου ἡλικίας» και το αιτιολογούσε μάλιστα με τη γνωστή ρήση του Απόστολου Παύλου «ἐν [τῷ] ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τόν ἄρτον σου» (άρθρο 5), για να μας εξηγήσει ότι αυτοί που εργάζονται και ιδρώνουν – είχε άλλωστε ιδίαν αντίληψη – δικαιούνται να τρώνε και επομένως τα κτήματα αυτά ανήκουν αποκλειστικά στους καλλιεργητές τους.
Νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά στη μοναδική ίσως περίπτωση ευεργέτη, ο οποίος τολμά να διακηρύξει ότι διαπνέεται και ότι ωθείται στις ευεργετικές του πράξεις όχι από κάποιες γενικόλογες φράσεις φιλανθρωπίας αλλά από κοινωνιστικές/σοσιαλιστικές αρχές και ιδέες – όπως τις αντιλαμβανόταν ο ίδιος εκείνη την εποχή.
Η δεύτερη περίπτωση σημαντικής κληροδοσίας σχετίζεται με την εκπαίδευση. Στο έξι στρεμμάτων κτήμα, που κληροδοτεί στο Ελληνικό Δημόσιο και την Κοινότητα Μεσοβουνιών και βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του χωριού, ζητά να ανεγερθεί «ἱσόγαιος Δημοτική Σχολή Ἀρρένων» (άρθρο 1). Δηλώνει, μάλιστα, ότι τον ενδιαφέρει η ίδρυση και λειτουργία σύγχρονου σχολικού συγκροτήματος, το οποίο θα διασφαλίζει σωστές συνθήκες διδασκαλίας στους μαθητές. Και εξηγώντας αυτήν του την κληροδοσία αναφέρει ότι «αὐτός ἦτο ὁ πόθος μου ἐκ μικρᾶς ἡλικίας ἐκεῖ ὅπου πρῶτον εἶδον τόν ἥλιον ἐνθυμούμενος πάντοτε τάς φοβεράς ἐλλείψεις τῶν τότε σχολείων» (άρθρο 1).
Ο ίδιος σε άλλα άρθρα της διαθήκης κάνει λόγο για το σχολικό κτήριο. Διατυπώνει σκέψεις και υποδείξεις πρωτοποριακές. Το ενδιαφέρον και οι προθέσεις του συναντιούνται με τις προοδευτικές, πρωτοπόρες αντιλήψεις και θέσεις των δημοτικιστών της δεκαετίας του 1920, οι οποίοι, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Σχολείου Εργασίας, προτείνουν διαφορετική φιλοσοφία για την οργάνωση της σχολικής αίθουσας. Η σχέση ίσως του Μεσοβουνιώτη μετανάστη με τον Πέτρο Βλαστό στο Καράτσι αλλά και το συνεχές ενδιαφέρον του για την εκπαίδευση θα του είχαν δώσει την κατάλληλη γνωστική υποδομή για το θέμα.
Καταρχάς ο ίδιος στη διαθήκη του υποδεικνύει συγκεκριμένη θέση του οικοπέδου για την ανέγερση του κτηρίου, ώστε να είναι ευάερο το νέο σχολείο του χωριού του (άρθρο 1). Έπειτα, εκφράζει τη γνώμη του για τη στερεότητα του όλου συγκροτήματος: επειδή «ἡ Κεφαλληνία εἶναι πατρίς τῶν σεισμῶν», πρέπει ο εργολάβος να δημιουργήσει χωρίς «μεγάλη πολυτέλεια» ανθεκτική ισόγεια κατασκευή, στην οποία «τά διαχωρίσματα ἑκάστης τάξεως νά εἶναι στερεά – τοῖχοι καί οὐχί ψευδότοιχοι (μοροφίντα)» (άρθρο 16). Επιπλέον, κάνει λογο για την ευρυχωρία και τη φωτεινότητα των διδακτικών αιθουσών: «ἡ ὀροφή ὑψηλή, τά δωμάτια εὐάερα, τά παράθυρα μεγάλα»(άρθρο 16). Μέσα σε ένα τέτοιο λιτό αλλά στέρεο σχολείο, με απλόχωρες και φωτεινές τις αίθουσές του, ονειρεύεται από το Καράτσι των Ινδιών ο εξηνταπεντάχρονος Μεσοβουνιώτης μετανάστης Ευάγγελος Ραυτόπουλος να διδάσκονται τα παιδιά του χωριού του.
Επιθυμία, επίσης, του διαθέτη είναι η διαμόρφωση κήπου και χώρου άθλησης στο προαύλιο, η ανέγερση μικρού υπόστεγου για την παραμονή των μαθητών κατά τις ώρες των διαλειμμάτων αλλά και κατοικίας για το διδακτικό προσωπικό (άρθρο 1). Το ποσό που ο Ραυτόπουλος διαθέτει για την ανέγερση αυτού του σχολικού συγκροτήματος ανέρχεται στις 7.500 λίρες στερλίνες, το μισό περίπου από το συνολικό κληροδοτούμενο χρηματικό ποσό – στοιχείο άλλωστε που και αυτό δηλώνει την ξεχωριστή φροντίδα του για την εκπαίδευση των συγχωριανών του. Όταν εκείνη την περίοδο το κόστος κατασκευής ενός εξατάξιου σχολείου ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, 80.000 δρχ., το κληροδοτούμενο ποσό ήταν 35 φορές μεγαλύτερο, δηλαδή 2.812.500 δρχ.
Το σχολικό κτήριο των Μεσοβουνιών κατασκευάστηκε τη διετία 1932-1933 με βάση τα σχέδια μελέτης, που εκπονήθηκαν από το Γραφείο Μελετών του Υπουργείου Παιδείας και εφαρμόστηκαν από τον Κεφαλονίτη πολιτικό μηχανικό Σπύρο Η. Μενάγια (1903-1996). Δεν κατασκευάστηκε, βέβαια, το σχολείο ισόγειο, όπως επιθυμούσε ο διαθέτης, αλλά διώροφο (ισόγειο και υπόγειο) με ολοκληρωμένο το ισόγειο. Επίσης δεν κατασκευάστηκαν το υπόστεγο για τους μαθητές και η κατοικία για τους δασκάλους. Σε αυτό πρωτοστεγάστηκε το Δημοτικό Σχολείο Μεσοβουνιών και αργότερα μέχρι πρόσφατα το Γυμνάσιο Μεσοβουνιών με τις Λυκειακές τάξεις. Στον άξονα της πρόσοψης έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή «Κληροδότημα Ευάγγελου Γερ. Ραυτόπουλου. Οικοδομηθέν 1933», όπως επιθυμούσε ο ίδιος (άρθρο 14). Μήπως, ωστόσο, θα έπρεπε να ολοκληρωθεί η δική μας οφειλή προς τον ευεργέτη με μια προτομή, που να κοσμεί το προαύλιο του σχολείου ή την πλατεία του χωριού; Είναι, νομίζω, κάτι που αξίζει να γίνει για τον Ευάγγελο Ραυτόπουλο της εργασίας και της προσφοράς.
Όπως όλοι έχουμε πια αντιληφθεί, ο Ευ. Ραυτόπουλος είναι μια ειδική περίπτωση ευεργέτη. Δεν είναι ο εμπορο-τραπεζίτης και εφοπλιστής Βαλλιάνος ή ο χρηματομεσίτης και μεγαλέμπορος Κοργιαλένιος. Είναι ένας απλός εργαζόμενος, ένας απλός υπάλληλος. Οι πρώτοι έδωσαν από τα κέρδη τους, απ’ ό,τι έμεινε από την υπεραξία και την εκμετάλλευση των εργαζομένων τους. Ο Ραυτόπουλος έδωσε τον καθημερινό του ιδρώτα, το μισθό του και τις αγωνίες του, εξαργυρωμένα όλα αυτά σε λίρες αγγλικές. Δεν επιζήτησε τη συνεχή εργασία για προσωπικό πλουτισμό και για προσωπική άνετη διαβίωση. Κάθε άλλο. Εργατικός και ολιγαρκής ο ίδιος, φιλοδόξησε να ευεργετήσει τους συγχωριανούς του, εφαρμόζοντας τις πρωτοποριακές κοινωνιστικές/σοσιαλιστικές του ιδέες.
Η κατάργηση της επαχθούς και απεχθούς αγροληψίας και η ανέγερση σχολείου ορθάνοιχτου στο φως και τη ζωή δεν εξασφαλίζουν μόνο την κοινωνική αναγνώριση και την υστεροφημία του Ευάγγελου Ραυτόπουλου στα Μεσοβούνια. Για τον Ευάγγελο Ραυτόπουλο η υιοθέτηση ενός συλλογικού σκοπού πήρε το χαρακτήρα της εκπλήρωσης ενός προσωπικού χρέους αλλά και υπήρξε η καταλληλότερη απόδειξη μιας προοδευτικής, ριζοσπαστικής σκέψης.
Το «εγώ» του αυτοδημιούργητου ξενιτεμένου Μεσοβουνιώτη μεταπλάθεται στο συλλογικό «εμείς», σε στόχους δηλαδή με ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις. Και στήνεται μπροστά μας ο Ευάγγελος Ραυτόπουλος της εργασίας και της προσφοράς ως μια προσωπικότητα με ανοιχτούς ορίζοντες και πρωτοποριακές ιδέες, άξια παντοτινής τιμής και εκτίμησης.
Πριν αφήσω αυτό το βήμα θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της εκδήλωσης για την πρόσκληση. Δέχτηκα να μιλήσω για τον Ευ. Ραυτόπουλο, και γιατί παλαιότερα είχα την τύχη να μελετήσω τη διαθήκη του και να ασχοληθώ με την προσωπικότητά του, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο, έναν προσωπικό λόγο. Η νόνα μου ήταν Ρισιάνα, Τασία Φερεντίνου από τα Κομητάτα. Γυναίκα της δουλειάς, και στο σπίτι και στον κάμπο, γυναίκα της συνεχούς προσφοράς αλλά και ένας ευχάριστος και καλόψυχος άνθρωπος. Έφηβη σαν ήταν, βρέθηκε να εργάζεται στις Ινδίες – «στας Ινδίας», όπως μας έλεγε – για δέκα χρόνια ως υπηρέτρια σε οικογένεια ενός στελέχους του Οίκου των Αδελφών Ράλλη, στον επιχείρηση δηλαδή που εργάστηκε για πολλά χρόνια ο Ευάγγελος Ραυτόπουλος. Επιτρέψτε μου να αφιερώσω την αποψινή μου ομιλία στη μνήμη εκείνης της γυναίκας, της νόνας μου Τασίας Φερεντίνου-Πετράτου.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Μεσοβούνια, 16 Αυγούστου 2016