skip to Main Content
32 Potamianos1 696×348 (Copy)

Έφυγε από τη ζωή σήμερα ο καθηγητής του Παντείου Δημήτρης Ποταμιάνος

apergia_giatron_25

 

 

Πρωτοχρονιά άφησε την τελευταία του πνοή ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρης Ποταμιάνος σε ηλικία 72 ετών.

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είχε γεννηθεί στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού σπουδάζοντας Κοινωνικές επιστήμες και ανθρωπολογία. Ανακηρύχθηκε μάλιστα διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο το 1972.

 

 

 

Κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του έχει πλούσια αρθρογραφία και συγγραφικό έργο.

Μία από τις μεγάλες αγάπες του ήταν η γαστρονομία παρουσιάζοντας μάλιστα εκπομπές στην ΕΡΤ την περίοδο 1992-1993 σε συνεργασία με την Μαλβίνα Κάραλη, ενώ είχε εκδώσει και τον εικονογραφημένο τόμο «Νόστιμες μέρες – Συνταγές και Ιστορίες».

Η κηδεία του συγγραφέα και ακαδημαϊκού θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα στον ιερό ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα στις 12:00 το μεσημέρι.

Διαβάστε παρακάτω την συνέντευξη που έδωσε στις 14.12.2014 στο popaganda:

« Ζω στην Αίγινα εδώ και δώδεκα χρόνια. Πριν έμενα σε ένα καταπληκτικό σπίτι στην Αδριανού, στο νοίκι. Ήμουν πολύ τυχερός που κατάφερα να παραμείνω εκεί δέκα χρόνια. Με το που επέστρεψα στην Ελλάδα από την Ιαπωνία, όπου εργαζόμουν ως εξωτερικός συνεργάτης του ΕΟΤ, άρχισα να δημοσιογραφώ σε θέματα, κυρίως, φαγητού και κρασιού στο ELLE και στο PLAYBOY και παράλληλα αναζήτησα κατοικία. Βρήκα αυτό το σπίτι που από την μια πλευρά ήταν η «Μύκονος» με την πλατεία της Αδριανού, και από την άλλη μεριά ήταν η «Δήλος» με τη ρωμαϊκή αγορά. Στο τελευταίο βιβλίο μου, στο Αμφιθέατρο ένας από τους πρωταγωνιστές μένει σε αυτό το σπίτι και το περιγράφει. Ήταν ένα σπίτι που το έζησα πολύ έντονα, εκμεταλλεύτηκα τις δυνατότητές του όσο μπορούσα, είχα φτιάξει και μποστάνι μέσα στον ρωμαϊκό κήπο, είχα φυτέψει μπουκαμβίλιες, είχα βάλει ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ και παίζαμε με τους φίλους, ήρθε η αρχαιολογική υπηρεσία και μου ζητούσαν να ξεριζώσω τις μπουκαμβίλιες, μα το φυτό αυτό είναι αναρριχητικό δεν βγάζει ρίζες για να προκαλέσει κάποια ζημιά, το άφησα όπως και το κλίμα που είχα φυτέψει αλλά έβγαλα το τραπέζι του πινγκ πονγκ που εδώ που τα λέμε ήταν δίπλα σε ένα κιονόκρανο.

Ύστερα από αυτόν τον παράδεισο, που έπρεπε να εγκαταλείψω επειδή το χρειαζόταν η ιδιοκτήτρια για τις κόρες της, έμεινα να αναρωτιέμαι πού θα μπορούσα να μείνω πια και να είμαι ευχαριστημένος. Η λύση βρέθηκε στα «ξύλινα τείχη» όπως είπε και ο Θεμιστοκλής, μπήκα λοιπόν σε ένα καράβι κι έφτασα στην Αίγινα.

Ίσως δεν ήταν τυχαίο που κατέληξα σε νησί καθώς η οικογένεια μου ήταν καραβοκύρηδες με καταγωγή από την Κεφαλλονιά. Άλλωστε το πρώτο μου μεγάλο πεζό, τα Χωρικά Ύδατα είναι μια saga μιας εφοπλιστικής οικογένειας, της δικής μου. Το βιβλίο είχε μεταφερθεί και στην τηλεόραση αλλά το σήριαλ ήταν άθλιο, θυμάμαι είχα πει στον παραγωγό «Σε όλο το βιβλίο μιλάω για θαλασσοπόρους και για καραβοκύρηδες και σε κανένα από τα 24 επεισόδια δεν εμφανίζεται ούτε μια βαρκούλα». Τα Χωρικά Ύδατα εστίαζαν στην Ελλάδα του λούμπεν καπιταλισμού, όρος που ανήκει στον Γιωτόπουλο του οποίου δεν ασπάζομαι τις ιδέες και τις δράσεις, αλλά παραδέχομαι ότι αποτύπωσε με αυτή τη φράση πολύ σωστά το τι συμβαίνει στην χώρα μας, δηλαδή ενώ δεν έχουμε καπιταλισμό έχουμε καπιταλιστικό σύστημα που δεν βασίζεται στις αγορές αλλά στο άρμεγμα του κρατικού μηχανισμού. Μετά τον πόλεμο οι Έλληνες επιχειρηματίες είχαν στο νου πώς να τσεπώσουν τους κρατικούς πόρους, δεν είχαν επιχειρηματική πρωτοβουλία, φαντασία και δραστηριότητα. Στα «Χωρικά Ύδατα» η εφοπλιστική οικογένεια που περιγράφω λανσάρισε στην Ελλάδα τις κρουαζιέρες τη δεκαετία του ’50, μια πρωτοπόρος κατάσταση για την χώρα που θα μπορούσε να σταθεί πολύ καλά σε διεθνές επίπεδο. Κι όμως έφτιαξαν την εταιρία με την προϋπόθεση να λαμβάνουν επιδότηση από το κράτος 70% ανά δρομολόγιο. Και ύστερα αναρωτιόμαστε πώς φτάσαμε ως εδώ.

Η Αίγινα είναι ένα ευλογημένος τόπος, το κατάλαβα από την αρχή. Η φύση της παραμένει αυτό που κάποτε αποτελούσε την αττική φύση, το αττικό περιβάλλον. Τα πεύκα, τα λιόδεντρα, οι κουμαριές σου δίνουν την αίσθηση ότι ζεις στην παλιά Αττική. Αυτό με σαγήνευσε από την αρχή, σε πρώτη φάση νοίκιασα και μετά από ένα χρόνο αγόρασα ένα σπίτι. Είχα φίλους από το πανεπιστήμιο, νεαρά παιδιά –πάντοτε τα πήγαινα καλύτερα με τους νεαρότερους παρά με τους συνομήλικους- που με επισκέπτονταν τακτικά, κάναμε γλέντια εκεί, πολύ όμορφες καταστάσεις. Πέρα από το φυσικό τοπίο με μάγεψε και το κοινωνικό. Διότι βρήκα στην Αίγινα μια αποικία πρωτευουσιάνων που είχαν αναπτύξει διάφορα «ωραία εγώ» δηλαδή ο εγώ ο ζωγράφος, εγώ ο γλύπτης, εγώ ο λόγιος, εγώ ο αρχιτέκτονας, εγώ ο αγρότης κι όλα αυτά τα «εγώ» δούλευαν πολύ ωραία με το «εσύ», υπάρχει διάλογος εκεί που εδώ δεν υπάρχει. Εκεί αισθάνεσαι ότι μπορείς να συνδιαλέγεσαι, ο καθένας είναι πολύ περήφανος γι΄αυτό που κάνει και που το κάνει με πάθος, αλλά μπορούν άνετα να σταθούν και να συνδιαλεχθούν σε μια παρέα.

Με τα χρόνια η ηρεμία και η ουσιαστική επικοινωνία είναι κάτι που αναζητάς, μέχρι τα τριάντα όλοι ήμαστε σε ένα τηλέφωνο για να κανονίσουμε τι θα κάνουμε το βράδυ, μπαρότσαρκα, εστιατόρια, κάθε βράδυ έξω. Κάποια στιγμή αυτή η φάση περνάει. Δεν συναντιόμαστε με τους φίλους της Αίγινας με αυτόν τον ρυθμό, αλλά τα σπίτια μας είναι κοντά, όταν θέλουμε βρισκόμαστε, προκύπτει αβίαστα αυτή η ατμόσφαιρα.

Τον κήπο του σπιτιού μου τον έχω μετατρέψει σε «κιβωτό του Νώε της αττικής βλάστησης» όπως πρόσφατα πολύ εύστοχα μια φίλη του γιου μου περιέγραψε. Έβαλα πεύκα, ελιές, κυπαρίσσια σε μισό στρέμμα. Φυσικά έχω φυτέψει μυρωδικά θυμάρι, δενδρολίβανο, ρίγανη. Η μαγειρική με ώθησε σε αυτά. Είναι κρίμα που στην Ελλάδα δε μαγειρεύουμε με μυρωδικά παρότι έχουμε μια τεράστια ποικιλία, άντε το πολύ πολύ να βάλουμε μυρώνι σε καμιά πίτα. Τον απίστευτο βασιλικό τον είχαμε παραδοσιακά για να διώχνει τα κουνούπια. Έχουμε καταπληκτικά μυρωδικά που ακόμη δεν τα χρησιμοποιούμε στα πιάτα μας, όπως είναι το φασκόμηλο, από τα πιο φίνα που το ξέρουμε μόνο ως ρόφημα. Λέμε συνέχεια πόσο περήφανοι είμαστε για τη μεσογειακή διατροφή αλλά από τότε που ήρθαν τα κρέατα είμαστε μόνο σουβλάκι, γύρος κι άγιος ο Θεός. Υπάρχουν τόσα ευλογημένα χόρτα για να μαζέψει και να φάει κανείς και είναι μπροστά στα μάτια μας. Όταν έμενα στην Αδριανού, πήγαινα στην αγορά και είχα βρει κάνα δυο γερόντισσες που μάζευαν λάπαθο. Τώρα δε βρίσκω πουθενά ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει παντού.

Είχα μπλεχτεί με τον Δαρβίνο και με την εξελικτική βιολογία. Ο Δαρβίνος κλείνει το περίφημο έργο του Η καταγωγή των ειδών μιλώντας για μια «ανάστατη πλαγιά» και εκεί περιγράφει το πώς έμενε έκθαμβος μπροστά στην ποικιλία των φυτών και των ζώων που μάχονται μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα βρίσκουν τον δρόμο της αρμονικής συμβίωσης. Κλείνει δε το βιβλίο με τη φράση «Δεν είναι ένα σπουδαίο θαύμα να μπορείς να τα καμαρώνεις όλα αυτά;». Στην Αίγινα το ζω αυτό ήδη από τη διαδρομή με το καράβι και πολύ περισσότερο όταν φτάνω εκεί. Ακούγεται λόγιο αλλά ζώντας μέσα σε αυτήν την ποικιλία ζεις διαφορετικά.

Έχω λυσσάξει με το χώμα. Όλη η Αθήνα είναι σκεπασμένη είτε με άσφαλτο είτε με πλακόστρωτο. Αν πας στο Παρίσι, μπροστά από την Νοτρ Νταμ όλη η πελώρια αυλή είναι σκεπασμένη από χώμα, μόνο χώμα, κατά μήκος του Λούβρου υπάρχει χώμα. Εμείς το καταραστήκαμε. Ο μόνος που επέμενε να υπάρξει χώμα ήταν ο Καλατράβα, που ήθελε γύρω από τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις να υπάρχει χώμα και τον είχαν σκυλοβρίσει κιόλας. Εντάξει θα βρέξει, θα λασπώσει… τι να κάνουμε. Αν και πια υπάρχουν τρόποι, βάλε άμμο από πάνω. Ο George Bernard Shaw έχει πει « Ο θεός είναι στο χώμα, σκάψε να τον βρεις».

Πριν καταλήξω στην ευλογημένη Αίγινα έζησα σε πολλούς τόπους λόγω της επαγγελματικής μου συνεργασίας με τον ΕΟΤ. Είχα κάνει σπουδές κοινωνιολογίας στο Παρίσι κι όταν γύρισα στην Αθήνα έπεσα στη χούντα. Χούντα και κοινωνιολογία δε συμβαδίζουν. Με την μεταπολίτευση μου είχαν αναθέσει μια δουλειά ως υπεύθυνου έρευνας για την υγεία και την ιατρική φροντίδα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Εγώ τότε είχα μελετήσει το έργο του Ivan Illich, που εστίαζε στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενή και καταδίκαζε ως προβληματική τη συνθήκη που λέει ότι ο ασθενής απλώς εκτελεί τις εντολές του γιατρού χωρίς να έχει πρόσβαση στην πληροφορία. Είχα ζητήσει τότε να πάμε με το επιτελείο μου στο Μεξικό, στο εργαστήριο του Illich και να παρακολουθήσουμε τις έρευνες. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι «εμείς δεν πληρώνουμε για να πας να κάνεις διακοπές επί ένα μήνα στο Μεξικό». Το δεύτερο σοκ ήταν ότι βρέθηκα να παίρνω αντί για 15.000 δρχ που μου είχαν υποσχεθεί –ήταν καλά λεφτά τότε, ήμουν και ποκαδόρος εγώ και τα ξόδευα- με 5.000. Έκατσα ένα χρόνο και μετά αναζήτησα αλλού την τύχη μου. Τότε μπλέχτηκα με τον ΕΟΤ.

Το 1977 βρέθηκα στη Νέα Υόρκη κι ένα χρόνο μετά τοποθετήθηκα προϊστάμενος του γραφείου στο Μοντρεάλ. Επτά καλά χρόνια αλλά είχα συνεχώς στο μυαλό μου το πότε θα επέστρεφα στη Νέα Υόρκη. Ευτυχώς ήταν κοντά και πηγαινοερχόμουν βέβαια μια φορά το μήνα. Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη του ταλέντου. Είναι απίστευτο το πόσοι ταλαντούχοι άνθρωποι ζουν στην πόλη αυτή, πόσο τη χαίρονται, πόσο την αγαπάνε. Το I love New York δεν είναι ένα σύνθημα που βγήκε για τους ξένους, είναι το τι αισθάνονται οι ίδιοι, κι όταν λέω οι ίδιοι δεν είναι μόνο οι φοβερά επιτυχημένοι αλλά ακόμη και οι παρίες είναι περήφανοι, δε θα ξεχάσω πώς μου μιλούσαν οι ταξιτζήδες για την πόλη τους. Σε ένα περιβάλλον που κυκλοφορούν τόσες νέες ιδέες, όταν ζουν όλες οι φυλές του κόσμου μόνο να εμπνευστείς μπορείς. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είναι περήφανοι για την πόλη τους σε αντίθεση με τους Αθηναίους, που με μεγάλη μου στεναχώρια, βλέπω να ελεεινολογούν την Αθήνα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κόντεψα να βρεθώ ξανά στη Νέα Υόρκη, είχε μόλις βγει το ΠΑΣΟΚ, την έχασα παρασκηνιακά τη θέση και βρέθηκα στη Στοκχόλμη ως προϊστάμενος σκανδιναβικών χωρών. Μετά από 1,5 χρόνο επάνω, αδειάζει η θέση στη Νέα Υόρκη και διορίζομαι εκεί. Είχα τόση χαρά γιατί είχα μικρό τον γιο μου τότε και σκέφτηκα ότι στη Νέα Υόρκη θα είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να ανθίσει. Για δεύτερη φορά έχασα τη θέση με σκανδαλώδη τρόπο. Θέλησα να παραιτηθώ αλλά με δελέασαν προτείνοντας μου θέση στην Ιαπωνία. Σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ζήσω σε αυτή τη χώρα, ότι είναι μια μοναδική ευκαιρία και αποδέχτηκα τη θέση.

Η Ιαπωνία είναι μια κλειστή, σκληροπυρηνική κοινωνία. Δε γνώριζα τη γλώσσα κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο μου εμπόδιο. Θυμάμαι ότι είχαν έρθει φίλοι από την Αθήνα και ήθελα να τους ξεναγήσω σε ιαπωνικούς κήπους, ρώτησα λοιπόν τη γραμματέα μου πού μπορώ να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο για να κάνω μια περιήγηση μαζί με τους άλλους Έλληνες και μου είπε πώς θα το κάνεις αυτό χωρίς τη συνοδεία Ιαπώνων, το θεώρησε έναν βιασμό του πολιτισμού της να κυκλοφορούμε έτσι ανεξέλεγκτοι στα «ιερά» τους. Από την άλλη ήταν φοβερά εξυπηρετικοί να σε ξεναγήσουν αλλά πάντα με την παρουσία τη δική τους. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι έχουν φοβερό πολιτισμό, με πολύ αναπτυγμένη την αίσθηση της ιδιωτικής αισθητικής. Βλέπεις πόσο προσέχουν το σπίτι τους, τα λουλούδια τους. Ήταν φιλόξενοι απέναντι σε εμένα που ήμουν ένα επίσημο πρόσωπο. Θυμάμαι μια υπέροχη νύχτα σε ένα χωριό που ζήτησα να μας επιτρέψουν τη νύχτα να κοιμηθούμε με τον γιο μου στην παγόδα. Μας άφησαν κι όταν ξύπνησα αντίκρισα έναν υπέροχο κήπο λουσμένο στο πρωινό φως.

Επέστρεψα στην Αθήνα όταν κουράστηκα με το δημοσιοϋπαλληλίκι. Μετά μπλέχτηκα με το Πάντειο. Ήταν κακή η εμπειρία μου από το ελληνικό πανεπιστήμιο γιατί αυτό που κυριαρχεί είναι η αναξιοκρατία. Ως καθηγητής αλλά και ως πρόεδρος του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού (πλέον τμήμα Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού) είχα ένα μότο: το κυνήγι του ταλέντου και η προώθησή του. Με είχε εντυπωσιάσει πολύ όταν ο Nicholas Negroponte, ο γνωστός γκουρού, είχε έρθει στην Ελλάδα και είχε πει «θα καθυστερήσετε πάρα πολύ να μπείτε στην κουλτούρα του διαδικτύου διότι δε νιώθετε την ανάγκη να προωθήσετε γνήσια ταλέντα και δεν μπορείτε να δουλέψετε συνεργατικά».

Υπήρχαν πάντα πολλοί επαναστάτες και επαναστατικές ιδέες στον πανεπιστημιακό χώρο αλλά το μόνο που δεν μπορούσες να θίξεις ήταν η ιεραρχία. Μα πώς μπορείς να κάνεις επανάσταση διατηρώντας και αυξάνοντας την ιεραρχική καταπίεση; Αυτό δεν το καταλαβαίνω.

Ως πρόεδρος του τμήματος είχα δύο στόχους: Να εφοδιάσω το εργαστήρι της οδού Χιλλ με τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να λειτουργήσει με τον πιο σύγχρονο τρόπο και να αναδιαμορφώσω το πρόγραμμα σπουδών, ώστε να αποκτήσει ενιαίο χαρακτήρα και να μην μπαίνει ο κάθε καθηγητής να κάνει τη δικά του και μετά την έξοδο του να μην έχει καμία επαφή με το αντικείμενο των υπόλοιπων μαθημάτων. Το πρώτο το πέτυχα, στο δεύτερο δυστυχώς δέχτηκα επίθεση γιατί κατηγορήθηκα ότι έφτιαξα «παρεάκι». Μα όταν πήγα να παρουσιάσω στη συνέλευση τις προτάσεις μου, πήγα ασφαλώς αφού είχα δουλέψει μαζί με άλλους συναδέλφους που μπόρεσα να συνεννοηθώ και να εργαστώ δημιουργικά. Εκεί λοιπόν κατηγορήθηκα ότι παρέκαμψα πρόσωπα, ότι δε σεβάστηκα την ιεραρχία.

Όταν ήμουν πρόεδρος του τμήματος δέχτηκα τηλεφωνήματα για να βάλω τα παιδιά κάποιων στο μεταπτυχιακό. Είναι αστείο αυτό αλλά δείχνει το πρόβλημα που υπάρχει γενικότερα στην ελληνική κοινωνία. Έχω εμπιστοσύνη στη νεότερη γενιά. Στο βιβλίο που εξέδωσα πέρσι «Αλληλέγγυες ημέρες» που αποτελεί μια σειρά δοκιμίων, διαλέξεων, μαθημάτων ο βασικός άξονας είναι η θέση μου ότι η αλληλεγγύη στις ημέρες μας δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης αλλά είναι επειδή νεότερη γενιά παρακολουθεί, γιατί είναι σε θέση πια λόγω της τεχνολογίας, ότι η συνεργασία και η αλληλεγγύη είναι η τάση παντού στον κόσμο.

Σαν εισαγωγή του νέου βιβλίου μου «Αμφιθέατρο» χρησιμοποιώ τη φράση τουWilliam Shakespeare από τον Ερρίκο τον Τέταρτο, που λέει «Δεν είμαι μόνον εγώ ο ίδιος ξύπνιος, παρά είμαι η αιτία που την εξυπνάδα τη βρίσκεις και σε άλλους ανθρώπους». Είναι σαρκαστικό αυτό βέβαια γιατί αυτή η λογική έχει πια πεθάνει. Είναι ο κομπασμός αυτός που ταιριάζει γάντι σε πεποιθήσεις και συμπεριφορές των ηρώων που παρουσιάζονται στο βιβλίο, ήρωες της λεγόμενης «πανεπιστημιακής κοινότητας».

Διονύσιος Βούτος
Δημοσιογράφος
40 χρόνια στην δημοσιογραφία. Δημοσιογράφος ΕΡΤ
Back To Top